ακουαφόρτε

ακουαφόρτε
1. τό хим. азотная кислота;
2. επίθ. ακλ. очень крепкий (об алкогольных напитках)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "ακουαφόρτε" в других словарях:

  • ακουαφόρτε — I (ιταλ. acquaforte,γαλλ. eau forte). Ειδική μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο. Ονομάζεται επίσης α. και το έργο που έχει εκτελεστεί με τη μέθοδο αυτή. Στην α. οι γραμμές είναι σαφέστατα διαχωρισμένες η μία από την άλλη και μπορούν να γίνουν… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • ξηρογλυφία — (pointe seche). Τεχνική της χαρακτικής, που συνίσταται στην απευθείας χάραξη της μεταλλικής πλάκας με βελόνη από ατσάλι. Με τον τρόπο αυτό τα χαράγματα μπορούν να φτάσουν στο ίδιο βάθος, όπως τα χαράγματα με ακουαφόρτε, η ξ. όμως έχει το… …   Dictionary of Greek

  • χαλκογραφία — Ο όρος χ., που ετυμολογικά έπρεπε να σημαίνει μόνο χαρακτική σε χαλκό, απέκτησε από καιρό ευρύτερο νόημα, περιλαμβάνοντας κάθε κοίλη χαρακτική σε οποιοδήποτε μέταλλο, με ποικίλες τεχνικές μεθόδους (ακουαφόρτε, ακουατίντα, καλέμι, μαλακό κερί,… …   Dictionary of Greek

  • χαρακτική — Με την ονομασία αυτή χαρακτηρίζεται το σύνολο των γραφικών μεθόδων που περιλαμβάνουν την αποτύπωση ενός σχεδίου επάνω σε μόνιμη μήτρα και από εκεί τη μεταφορά του σε χαρτί ή άλλο υλικό. Η αποτύπωση του σχεδίου στη μήτρα γίνεται με την τεχνική της …   Dictionary of Greek

  • ακουατίντα — Μέθοδος χαρακτικής σε μέταλλο (χαλκό ή ψευδάργυρο). Μπορεί να δώσει θαυμάσια ζωγραφικά αποτελέσματα, που θυμίζουν κάπως σχέδια που έχουν γίνει με πινέλο και σινική μελάνη ή σέπια. Ιστορία. Η εφεύρεση της μεθόδου αποδίδεται γενικά στον Γάλλο… …   Dictionary of Greek

  • γκραβούρα — Είδος έντυπης παράστασης, κυρίως σε χαρτί ή παρόμοιο υλικό. Δημιουργείται με τη βοήθεια ειδικών πλακών, στις οποίες έχει χαραχτεί το σχέδιο που προορίζεται για εκτύπωση. Οι παραστάσεις αυτές έχουν αισθητική αξία και κοσμούν συνήθως σελίδες… …   Dictionary of Greek

  • νιτρικός — ή, ό (Α νιτρικός, ή, όν) [νίτρο(ν)] νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο νίτρο ή αυτός που περιέχει νίτρο 2. χημ. χαρακτηρισμός τών αλάτων και τών εστέρων τού νιτρικού οξέος (α. «νιτρικό αμμώνιο» β. «νιτρικό κάλιο» γ. «νιτρικός… …   Dictionary of Greek

  • Αλτντόρφερ, Άλμπρεχτ — (Albrecht Altdorfer, 1480 – 1538). Γερμανός ζωγράφος και χαράκτης. Ελάχιστες πληροφορίες υπάρχουν για τη ζωή του. Γεννήθηκε πιθανώς στο Ρέγκενσμπουργκ· το 1499 έφυγε από την πόλη αυτή για να ακολουθήσει τον πατέρα του, αλλά ξαναγύρισε το 1505.… …   Dictionary of Greek

  • Πιρανέζι, Τζοβάννι Μπατίστα — (Piranesi, Μολιάνο, Βένετο 1720 – Ρώμη 1778). Ιταλός χαράκτης, αρχιτέκτονας και διοκιμιογράφος. Ο μεγαλύτερος Ιταλός χαράκτης του 18ου αι. προτιμούσε να αυτοκαλείται βενετσιάνος αρχιτέκτονας· κι αυτό όχι μόνο επειδή η πρώτη του διαμόρφωση στη… …   Dictionary of Greek

  • Σάθερλαντ, Γκράχαμ — (Sutherland). Άγγλος ζωγράφος, χαράκτης και γλύπτης (Λονδίνο 1903). Σπούδασε στη σχολή καλών τεχνών του Γκόλυτσμιθ του Λονδίνου και ασχολήθηκε με τη χαρακτική τέχνη χρησιμοποιώντας το ακουαφόρτε. Αργότερα, (1930), ασχολήθηκε με τη ζωγραφική,… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»